- είλωτας
- ο1. δούλος στην αρχαία Σπάρτη.2. μτφ., άνθρωπος που μοχθεί σαν δούλος πραγματικά: Οι είλωτες μεταλλωρύχοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
είλωτας — και είλως ( ωτος), ο (Α Εἵλως και Εἱλώτης) δουλοπάροικος, «δούλος τού δημοσίου» στην αρχαία Σπάρτη νεοελλ. οποιοσδήποτε δουλεύει πολύ σκληρά χωρίς να αμείβεται όσο πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός αττικός τύπος για την προέλευση τού οποίου έχουν… … Dictionary of Greek
Εἵλωτας — Εἵλως serfs masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἵλωτας — Εἵλως serfs masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Wikipedia:Consultas/Consultas lingüísticas — Atajo WP:CLWP:CL INSTRUCCIONES Por favor lee detenidamente estas instrucciones … Wikipedia Español
είλως — εἵλως, ο βλ. είλωτας … Dictionary of Greek
ειλωτίζομαι — εἱλωτίζομαι (Α) γίνομαι είλωτας, υποδουλώνομαι … Dictionary of Greek
ειλωτεύω — εἱλωτεύω (Α) είμαι είλωτας … Dictionary of Greek
παρακατοικίζω — Α 1. εγκαθιστώ κάποιον κοντά σε κάποιον άλλο 2. μέσ. παρακατοικίζομαι εγκαθιστώ κάποιον κοντά μου («ἤν γὰρ παρακατοικισώμεθα τοὺς εἵλωτας», Ισοκρ.) 3. παθ. είμαι εγκατεστημένος, τοποθετημένος («[τὴν Κόρινθον] παρακατῳκίσθαι πάσαις [ταῑς… … Dictionary of Greek